- κληρωτή
- κληρωτόςappointed by lotfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιτοφύλακας — ο / σιτοφύλαξ, ακος, ΝΑ αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη φύλαξη τών σιταποθηκών αρχ. στον πληθ. οἱ σιτοφύλακες (κυρίως στην Αθήνα) κληρωτή αρχή την οποία αποτελούσαν αρχικά τρία και αργότερα πέντε πρόσωπα και η οποία είχε ως έργο την καταγραφή… … Dictionary of Greek